Anonymous

ἐξαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[διαγωνίζομαι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[διαγωνίζομαι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγωνίζομαι:''' вести упорную борьбу, бороться (τινι Eur. и περί τινος Diod.).
}}
}}