Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαγωνίζομαι

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγωνίζομαι Medium diacritics: ἐξαγωνίζομαι Low diacritics: εξαγωνίζομαι Capitals: ΕΞΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exagōnízomai Transliteration B: exagōnizomai Transliteration C: eksagonizomai Beta Code: e)cagwni/zomai

English (LSJ)

fight, struggle hard, E.HF155; περί τινος D.S.13.73 codd.

Spanish (DGE)

1 intr. combatir, luchar hasta el final τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.HF 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.Epp.Paul.M.85.700A.

German (Pape)

[Seite 862] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; περί τινος, D. Sic. 13, 73.

French (Bailly abrégé)

combattre à outrance : τινι contre qqn ; περί τινος pour qch.
Étymologie: ἐξ, ἀγωνίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγωνίζομαι: вести упорную борьбу, бороться (τινι Eur. и περί τινος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: διαγωνίζομαι, τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; ταῦτα εἶναι τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· περί τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.

Greek Monolingual

ἐξαγωνίζομαι (Α) αγωνίζομαι
αγωνίζομαι σκληρά.

Greek Monotonic

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· διαγωνίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
Dep. to struggle hard, Eur.