Anonymous

ἐνεχυράζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεχῠράζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> (<i>ἐνέχῠρον</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[παίρνω]] ως [[ενέχυρο]] από κάποιον, <i>τινός</i>, σε Νόμ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]], σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., [[υπόκειμαι]] σε [[κατάσχεση]], η [[περιουσία]] μου κατάσχεται, λαμβάνεται ως [[ενέχυρο]], σε Αριστοφ. — Μέσ., μου παρέχεται [[εγγύηση]], [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνεχῠράζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> (<i>ἐνέχῠρον</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[παίρνω]] ως [[ενέχυρο]] από κάποιον, <i>τινός</i>, σε Νόμ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]], σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., [[υπόκειμαι]] σε [[κατάσχεση]], η [[περιουσία]] μου κατάσχεται, λαμβάνεται ως [[ενέχυρο]], σε Αριστοφ. — Μέσ., μου παρέχεται [[εγγύηση]], [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεχῠράζω:''' брать в залог (τί τινος Plat., Aeschin., Dem.): τὰ χρήματ᾽ ἐνεχυράζομαι Arph. мое имущество берут в залог (в обеспечение долгов); med. ἐνεχυράσασθαι τόκου Arph. взять залог в обеспечение уплаты процентов.
}}
}}