Anonymous

ἐπιδέξιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδέξιος:''' -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τα [[δεξιά]], δηλ. από τα αριστερά προς τα [[δεξιά]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ουδ. πληθ. ως επίρρ., ὄρνυσθ' [[ἑξείης]] ἐπιδέξια, σηκωθείτε [[επιδέξια]] με τη [[σειρά]] ξεκινώντας από τα αριστερά, από το [[μέρος]] του οινοχόου, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, εὐοίωνος, [[αίσιος]], <i>ἀστράπτων ἐπιδέξια</i>, σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., στο δεξί [[χέρι]], σε Ξεν.· <i>τἀπιδέξια</i>, η [[δεξιά]] [[πλευρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[ευφυής]], σε Αισχίν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιδέξιος:''' -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τα [[δεξιά]], δηλ. από τα αριστερά προς τα [[δεξιά]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ουδ. πληθ. ως επίρρ., ὄρνυσθ' [[ἑξείης]] ἐπιδέξια, σηκωθείτε [[επιδέξια]] με τη [[σειρά]] ξεκινώντας από τα αριστερά, από το [[μέρος]] του οινοχόου, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, εὐοίωνος, [[αίσιος]], <i>ἀστράπτων ἐπιδέξια</i>, σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., στο δεξί [[χέρι]], σε Ξεν.· <i>τἀπιδέξια</i>, η [[δεξιά]] [[πλευρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[ευφυής]], σε Αισχίν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδέξιος:''' <b class="num">1)</b> досл. правый, находящийся справа, перен. благосклонный, благоприятный ([[τύχη]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> ловкий, искусный (πρός τι Polyb.; περί τι Plut. и ποιεῖν τι Arst.).
}}
}}