Anonymous

ἐπιάχω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιάχω:''' [ᾰ], [[κραυγάζω]], [[επιδοκιμάζω]], [[επευφημώ]], [[επικροτώ]] [[μετά]] από [[μία]] [[αγόρευση]] ή [[ομιλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[απλώς]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἐπιάχω:''' [ᾰ], [[κραυγάζω]], [[επιδοκιμάζω]], [[επευφημώ]], [[επικροτώ]] [[μετά]] από [[μία]] [[αγόρευση]] ή [[ομιλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[απλώς]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπῐάχω:''' (ᾰ) (impf. ἐπίᾰχον с ῑ)<br /><b class="num">1)</b> кричать в знак одобрения Hom.;<br /><b class="num">2)</b> издавать возгласы, восклицать Hom.
}}
}}