ἐπιάχω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐάχω Medium diacritics: ἐπιάχω Low diacritics: επιάχω Capitals: ΕΠΙΑΧΩ
Transliteration A: epiáchō Transliteration B: epiachō Transliteration C: epiacho Beta Code: e)pia/xw

English (LSJ)

[ᾰ],
A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403.
2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.

German (Pape)

[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπίαχον;
1 pousser des acclamations après (un discours);
2 pousser de grands cris (au sujet de qch).
Étymologie: ἐπί, ἰάχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῐάχω: (ᾰ) (impf. ἐπίᾰχον с ῑ)
1 кричать в знак одобрения Hom.;
2 издавать возгласы, восклицать Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐπίαχον: shout (at), shout (in battle), Il. 7.403, Il. 5.860. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιάχω (Α)
1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. κραυγάζω, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.

Middle Liddell

to shout out, to shout applause after a speech, Il.: also simply to shout aloud, Il.