Anonymous

ἐπικαταρρέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπικαταρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταρρέω:''' (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.).
}}
}}