ἐπικαταρρέω
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
English (LSJ)
A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3.
II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.
Greek Monolingual
ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.
German (Pape)
(ῥέω), darüber herabfließen, Hippocr. und Sp.; νεκροῖς, darauf niedersinken, Plut. Pelop. 4.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταρρέω: (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.).