Anonymous

ἐπιλέγω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]], [[εκλέγω]], [[επιλέγω]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[τῶν]] Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, διάλεξε γι' αυτόν συγκεκριμένους Βαβυλωνίους, στον ίδ.· ομοίως και στην Αττ. — Παθ., <i>ἐπιλελεγμένοι</i> ή <i>ἐπειλεγμένοι</i>, επίλεκτοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέω επιπροσθέτως, [[συμπληρώνω]], προσθέτω [[περαιτέρω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκαλώ]] ονομαστικά, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> στην Ιων. επίσης, στη Μέσ.<br /><b class="num">1.</b> [[αναλογίζομαι]], ξανασκέφτομαι, <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὐκ ἐπ</i>., [[nihil]] curare, στον ίδ.· με απαρ., [[περιμένω]] ή [[προσδοκώ]] [[κάτι]], στον ίδ.· ομοίως επίσης και στον Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαναλαμβάνω]], [[διαβάζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]], [[εκλέγω]], [[επιλέγω]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[τῶν]] Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, διάλεξε γι' αυτόν συγκεκριμένους Βαβυλωνίους, στον ίδ.· ομοίως και στην Αττ. — Παθ., <i>ἐπιλελεγμένοι</i> ή <i>ἐπειλεγμένοι</i>, επίλεκτοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέω επιπροσθέτως, [[συμπληρώνω]], προσθέτω [[περαιτέρω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκαλώ]] ονομαστικά, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> στην Ιων. επίσης, στη Μέσ.<br /><b class="num">1.</b> [[αναλογίζομαι]], ξανασκέφτομαι, <i>τι</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὐκ ἐπ</i>., [[nihil]] curare, στον ίδ.· με απαρ., [[περιμένω]] ή [[προσδοκώ]] [[κάτι]], στον ίδ.· ομοίως επίσης και στον Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαναλαμβάνω]], [[διαβάζω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλέγω:''' <b class="num">I</b> [[λέγω]] III] (aor. ἐπέλεξα)<br /><b class="num">1)</b> (после чего-л. или при чем-л.) говорить, (к сказанному) добавлять, присовокуплять (λόγον τόνδε Her.; τεκμήρια Thuc.; τινί τι Xen.; φωνήν τινος Arst.): ἐπιλέγεται δέ τις καὶ [[μῦθος]] ὡς … Arst. к этому добавляется еще басня о том, как …;<br /><b class="num">2)</b> приписывать (τινί τι и τινὶ ὅτι … Arst.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. называть по имени, именовать (τοὺς ἐναγέας Her.; κιθαρῳδικοὺς τοὺς νόμους Plat.; [[κολυμβήθρα]] ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊοτὶ Βηθσαϊδά NT): μηδ᾽ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ᾽ ἄλοχον Aesch. и не называй меня супругой Агамемнона.<br /><b class="num">II</b> [[λέγω]] II]<br /><b class="num">1)</b> преимущ. med. выбирать, избирать (τῶν ἀρίστων ὁμιλίην Her.; med. τοὺς βελτίστους τῶν εἱλώτων Thuc.; πεντακισχιλίους Σπαρτιατῶν Plut.): ἐπιλελεγμένοι Xen. или ἐπειλεγμένοι Isocr. отобранные (отборные) люди,;<br /><b class="num">2)</b> med. (о войске) набирать (στρατιώτιδας γυναῖκας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> med. раздумывать, размышлять, обдумывать ([[ταῦτα]] Her., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. думать, заботиться (τὰ πρήγματά τινος Her.): οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος μή τις ἐπανασταίη Her. нисколько не опасаясь, что кто-л. поднимет восстание; [[πᾶν]] ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι [[χρῆμα]] Her. учитывая, что случиться может всякое;<br /><b class="num">5)</b> med. прочитывать (τὸ [[βιβλίον]], τὰ γράμματα Her.).
}}
}}