ἐπιστύλιον: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστύλιον:''' τό ([[στῦλος]]), [[πρέκι]], οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[δοκός]] στην [[κορυφή]] στύλων, [[επιστύλιο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπιστύλιον:''' τό ([[στῦλος]]), [[πρέκι]], οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[δοκός]] στην [[κορυφή]] στύλων, [[επιστύλιο]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστύλιον:''' (ῡ) τό арх. эпистиль, архитрав Plut.
}}
}}