3,274,313
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιστύλιον:''' τό ([[στῦλος]]), [[πρέκι]], οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[δοκός]] στην [[κορυφή]] στύλων, [[επιστύλιο]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιστύλιον:''' τό ([[στῦλος]]), [[πρέκι]], οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[δοκός]] στην [[κορυφή]] στύλων, [[επιστύλιο]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστύλιον:''' (ῡ) τό арх. эпистиль, архитрав Plut. | |||
}} | }} |