Anonymous

ἐπιστροφή: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστροφή:''' ἡ ([[ἐπιστρέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γύρισμα]], [[στροφή]], [[περιστροφή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[στροφή]] ή [[στριφογύρισμα]], λέγεται για [[αλλαγή]] διεύθυνσης και [[επιστροφή]] στο [[λιμάνι]], σε Σοφ.· <i>ἐπιστροφαὶ κακῶν</i>, επανειλημμένες προσβολές αναρίθμητων κακών, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, [[αλλαγή]] πλεύσης, διεύθυνσης, [[πλεύση]] σε [[διάταξη]] σχήματος «ζιγκ-ζαγκ», σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταβολή]] των πραγμάτων, [[μετατροπή]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> αποδιδόμενη [[προσοχή]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φροντίδα]], [[προσοχή]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[μετακίνηση]] σε έναν [[τόπο]], <i>δωμάτων ἐπιστροφαί</i>, σε Αισχύλ.· <i>ξενοτίμους ἐπ. δωμάτων</i>, λέγεται για τα καθήκοντα της φιλοξενίας, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιστροφή:''' ἡ ([[ἐπιστρέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γύρισμα]], [[στροφή]], [[περιστροφή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[στροφή]] ή [[στριφογύρισμα]], λέγεται για [[αλλαγή]] διεύθυνσης και [[επιστροφή]] στο [[λιμάνι]], σε Σοφ.· <i>ἐπιστροφαὶ κακῶν</i>, επανειλημμένες προσβολές αναρίθμητων κακών, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, [[αλλαγή]] πλεύσης, διεύθυνσης, [[πλεύση]] σε [[διάταξη]] σχήματος «ζιγκ-ζαγκ», σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταβολή]] των πραγμάτων, [[μετατροπή]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> αποδιδόμενη [[προσοχή]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φροντίδα]], [[προσοχή]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[μετακίνηση]] σε έναν [[τόπο]], <i>δωμάτων ἐπιστροφαί</i>, σε Αισχύλ.· <i>ξενοτίμους ἐπ. δωμάτων</i>, λέγεται για τα καθήκοντα της φιλοξενίας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστροφή:''' ἡ<b class="num">1)</b> приведение в круговое движение, вращение (τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat.);<br /><b class="num">2)</b> свивание, скручивание (ἐπιστροφαὶ τῶν [[σχοινίων]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> воен. тж. pl. поворот (для атаки), нападение (с фланга или с тыла), обход (δαΐων [[ἀνδρῶν]] Soph.); pl. нападение со всех сторон, перен., непрерывные удары (μυρίων κακῶν Soph.): ὑπεκφεύγειν τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Thuc. избежать нападения бегством в открытое море;<br /><b class="num">4)</b> исход, результат Polyb.; преимущ. дурной оборот, плохие последствия: [[ὅπως]] μή τις ἐ. γένηται Thuc. чтобы чего-л. не вышло (дурного);<br /><b class="num">5)</b> пребывание, тж. местопребывание, пристанище: πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί Aesch. жизнь в отчем доме; ξενότιμοι ἐπιστροφαὶ δωμάτων Aesch. долг гостеприимства; βούνομοι ἐπιστροφαί Aesch. пастбища; [[Ἓλλην]] πεφυκώς, οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί Eur. ты эллин, (а) таким не место (здесь);<br /><b class="num">6)</b> внимательное отношение, внимание, забота ([[ἄξιος]] ἐπιστροφῆς Xen.): ἐπιστροφὴν ποιεῖσθαι Arst., Dem.; (тж. [[θέσθαι]] Soph. или ἔχειν Plut.) уделять внимание, заботиться (τινός Eur., Sext., [[πρό]] τινος Soph. и περί τινος Plut.);<br /><b class="num">7)</b> обхождение (с кем-л.), знакомство: πάντες, ὧν ἐ. τις ἦν Eur. все сколько-нибудь вращавшиеся (среди людей), т. е. имеющие кое-какой житейский опыт (по друг. заслуживающие какого-л. внимания);<br /><b class="num">8)</b> наказание (ἐπιστροφῆς καὶ κολάσεως [[ἄξιος]] Polyb. - ср. 6).
}}
}}