Anonymous

ἐπιτίμιον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτίμιον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ἐπιτίμια</i>, <i>τά</i>, αξία, [[τιμή]] ή [[εκτίμηση]] αξίας πράγματος, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπολογισμός]], [[εκτίμηση]] ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[τῶνδε]], για αυτά τα πράγματα, σε Αισχύλ.· <i>ἐπ. δυσσεβείας</i>, οι μισθοί της ασέβειας προς τους θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον [[λαβεῖν]], [[αποσπώ]] [[τιμωρία]], [[λαμβάνω]] [[ποινή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπιτίμιον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ἐπιτίμια</i>, <i>τά</i>, αξία, [[τιμή]] ή [[εκτίμηση]] αξίας πράγματος, δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπολογισμός]], [[εκτίμηση]] ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[τῶνδε]], για αυτά τα πράγματα, σε Αισχύλ.· <i>ἐπ. δυσσεβείας</i>, οι μισθοί της ασέβειας προς τους θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον [[λαβεῖν]], [[αποσπώ]] [[τιμωρία]], [[λαμβάνω]] [[ποινή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτίμιον:''' τό преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> почести, приношения на могилу, дары в честь усопших (Soph. - v. l. τὰ ἐπιτύμβια);<br /><b class="num">2)</b> наказание, кара (δυσσεβείας Soph.; ἐκ τῶν νόμων Arst.); возмездие (τινος Aesch.).
}}
}}