ἐπιτίμιον
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
τό, mostly in plural, ἐπιτίμια, τά,
A value, price, or estimate of a thing, i.e.,
1 the honours paid to a person, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπιτίμια S.El.915 (nisi leg. τἀπιτύμβια).
2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐπιτίμια διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec.1086, etc.; τῶνδε τἀπιτίμια for these things, A.Pers.823; τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτίμια Lycurg. 4; ἐπιτίμια δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El.1382, cf. X.Mem.3.12.3; κρίσεις.. μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14: in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν = exact the penalty, A.Th.1026; ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47; θάνατον ἔταξε τὸ ἐπιτίμιον Arist.Oec.1349b30; ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104; τριπλάσια τὰ ἐπιτίμια ἀποτεισάτω PHal.1.208 (iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτίμιον: τό преимущ. pl.
1 почести, приношения на могилу, дары в честь усопших (Soph. - v.l. τὰ ἐπιτύμβια);
2 наказание, кара (δυσσεβείας Soph.; ἐκ τῶν νόμων Arst.); возмездие (τινος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτίμιον: τό, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐπιτίμια, τά, ἡ ἀξία ἢ ἐκτίμησις πράγματός τινος, ὅ ἐ. 1) αἱ πρός τινα γενόμεναι τιμαί, ἔστ᾿ Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. Σοφ. Ἠλ. 915· (ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ σημασία αὕτη οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντᾷ, ὁ Δινδόρφ. προτείνει τἀπιτύμβια· τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέκρινε καὶ παρεδέξατο ὁ Jebb). 2) ποινή, τιμωρία, τοῖσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡροδ. 4. 80, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1086· τοιαῦθ’ ὁρῶντες τῶνδε τἀπιτίμια Αἰσχύλ. Πέρσ. 823· τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Ἀντιφῶν 125. 33· τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτ. Λυκοῦργ. 148. 17· καὶ δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί, πῶς ἀνταμείβουσι, δηλ. πῶς τιμωροῦσιν οἱ θεοὶ τὴν ἀσέβειαν, Σοφ. Ἠλ. 1382, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 3· κρίσεις… μεγάλα ἔχουσαι ἐπιτίμια Δημ. 229, τέλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τόνδ’ ὑπ’ οἰωνῶν δοκεῖ ταφέντ’ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖν, ὅτι θὰ λάβῃ τὴν τιμωρίαν, θὰ τιμωρηθῇ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1021· θάνατον ἔταξε τὸ ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 9· ἐπ. ὁρίζειν τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 354, κτλ. Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθήκαις) 2561b. 80, ἐπιτίμοις ἀπαντᾷ, καὶ ἐπιτίμιον αὐτόθι 4300v.
Greek Monotonic
ἐπιτίμιον: τό, κυρίως στον πληθ., ἐπιτίμια, τά, αξία, τιμή ή εκτίμηση αξίας πράγματος, δηλ.:
1. τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ.
2. υπολογισμός, εκτίμηση ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῶνδε, για αυτά τα πράγματα, σε Αισχύλ.· ἐπ. δυσσεβείας, οι μισθοί της ασέβειας προς τους θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον λαβεῖν, αποσπώ τιμωρία, λαμβάνω ποινή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπιτίμιον, ου, τό,
mostly in plural ἐπιτίμια, τά, the value, price, or estimate of a thing, i. e.,
1. the honours paid to a person, Soph.
2. assessment of damages or penalties, Hdt., Eur.; τῶνδε for these things, Aesch.; ἐπ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, Soph.; in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν to exact the penalty, Aesch.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza