Anonymous

ἐπισκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισκύζομαι:''' αποθ., [[αγανακτώ]], εξοργίζομαι για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπισκύσσαιτο</i> (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπισκύζομαι:''' αποθ., [[αγανακτώ]], εξοργίζομαι για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπισκύσσαιτο</i> (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκύζομαι:''' (aor. opt. ἐπισκυσσαίμην) приходить в негодование, распаляться гневом Hom.
}}
}}