ἐπισκύζομαι
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
to be indignant at a thing, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοί Il.9.370; μὴ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ep.aor.) Od.7.306: —Act., aor. ἐπισκύσαι EM364.10.
German (Pape)
[Seite 980] worüber zornig, unwillig werden, Il. 9, 370; ἐπισκύσσαιτο Od. 7, 306; das act. E. M, ἐπισκύσαι τὸ χαλεπῆναι.
French (Bailly abrégé)
opt. ao. 3ᵉ sg. épq. ἐπισκύσσαιτο;
s'irriter contre.
Étymologie: ἐπί, σκύζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκύζομαι: (aor. opt. ἐπισκυσσαίμην) приходить в негодование, распаляться гневом Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκύζομαι: Ἀποθ., ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι ἐπί τινι, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοὶ Ἰλ. Θ. 370· μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ἐπικ. ἀόρ.) Ὀδ. Η. 306: ― Ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπισκύσαι, «ἐπισκύσαι, τὸ χαλεπῆναι» Ε. Μ. 364. 13.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐπισκύσσαιτο: be indignant or wroth at; τινί, Ι 3, Od. 7.306.
Greek Monolingual
ἐπισκύζομαι (AM)
οργίζομαι, αγανακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»].
Greek Monotonic
ἐπισκύζομαι: αποθ., αγανακτώ, εξοργίζομαι για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπισκύσσαιτο (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Dep. to be indignant at a thing, Il.; ἐπισκύσσαιτο (epic aor1 opt.) Od.