Anonymous

ἔργω: Difference between revisions

From LSJ
198 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔργω:''' [[ἐέργω]], Επικ. [[τύπος]] για Αττ. [[εἴργω]] ή [[εἵργω]]· μέλ. [[ἔρξω]], Αττ. <i>εἴρξω</i> ή <i>εἵρξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔρξα]], Αττ. <i>εἷρξα</i>· αόρ. βʹ <i>εἴργᾰθον</i> (βλ. [[ἐργαθεῖν]])· πρβλ. Μέσ. και Παθ., μέλ. [[ἔρξομαι]], Αττ. <i>εἴρξομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἔρχθην</i>, Αττ. <i>εἵρχθην</i>· παρακ. <i>ἔργμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἔρχαται]], Αττ. [[εἷργμαι]]· Επικ. μτχ. [[ἐεργμένος]]· υπερσ., Επικ. γʹ πληθ. [[ἔρχατο]], [[ἐέρχατο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φράζω]] τον δρόμο κάποιου [[είτε]] κλείνοντάς (τον) μέσα, [[είτε]] απ' έξω, εγκλείνω, [[σφαλίζω]] μέσα, Λατ. includere, σε Όμηρ.· <i>ἐντὸς ἐέργειν</i>, [[περιορίζω]], [[περικλείνω]] [[εντός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἂψ ἐπὶ [[νῆας]] [[ἔεργε]], τους οδήγησε στα πλοία και τους έκλεισε [[εκεί]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>δόμον ἐέργειν</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[ἔρχατο]], περιτειχίστηκαν μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γέφυραι ἐεργμέναι</i>, [[καλά]] ασφαλισμένες, [[καλά]] χτισμένες, στερεωμένες, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κλείνω]] έξω, [[αποκλείω]], [[κωλύω]], [[εμποδίζω]], Λατ. excludere, σε Όμηρ.· <i>ἐκτὸς ἐέργειν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αποκλείω]] ή [[κρατώ]] [[μακριά]] από, [[αποσοβώ]], [[απομακρύνω]], [[κωλύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· και με πρόθ., ἔργ. τι ἀπό τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. προσ., εἴργειν μητρὶ [[δόρυ]], να το κρατήσει [[μακριά]] της, να το αποκρούσει από, σε Αισχύλ. — Παθ., <i>εἰργόμενον θανάτου</i>, με τον θάνατο [[μακριά]], [[εκτός]] θανάτου, σε Αισχίν. — Μέσ., [[απέχω]] από [[κάτι]] ή [[μένω]] [[αμέτοχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]] κάποιον από το να κάνει [[κάτι]], σε Θέογν. — Παθ., <i>οὐδὲν εἴργεται</i>, [[τίποτα]] δεν εμποδίζεται, δηλ. τα πάντα επιτρέπονται, σε Σοφ.· με απαρ. μόνο, οὐδὲνεἴργει τελειοῦσθαι [[τάδε]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[ἔργω]]:</b> [[εργάζομαι]], [[άχρηστος]] [[τύπος]], αντί του οποίου χρησιμ. σε ενεστ., [[ἔρδω]], [[ῥέζω]], [[ἐργάζομαι]]· για μέλ., αόρ. αʹ και παρακ., βλ. [[ἔρδω]].
|lsmtext='''ἔργω:''' [[ἐέργω]], Επικ. [[τύπος]] για Αττ. [[εἴργω]] ή [[εἵργω]]· μέλ. [[ἔρξω]], Αττ. <i>εἴρξω</i> ή <i>εἵρξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔρξα]], Αττ. <i>εἷρξα</i>· αόρ. βʹ <i>εἴργᾰθον</i> (βλ. [[ἐργαθεῖν]])· πρβλ. Μέσ. και Παθ., μέλ. [[ἔρξομαι]], Αττ. <i>εἴρξομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἔρχθην</i>, Αττ. <i>εἵρχθην</i>· παρακ. <i>ἔργμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἔρχαται]], Αττ. [[εἷργμαι]]· Επικ. μτχ. [[ἐεργμένος]]· υπερσ., Επικ. γʹ πληθ. [[ἔρχατο]], [[ἐέρχατο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[φράζω]] τον δρόμο κάποιου [[είτε]] κλείνοντάς (τον) μέσα, [[είτε]] απ' έξω, εγκλείνω, [[σφαλίζω]] μέσα, Λατ. includere, σε Όμηρ.· <i>ἐντὸς ἐέργειν</i>, [[περιορίζω]], [[περικλείνω]] [[εντός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἂψ ἐπὶ [[νῆας]] [[ἔεργε]], τους οδήγησε στα πλοία και τους έκλεισε [[εκεί]], στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>δόμον ἐέργειν</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[ἔρχατο]], περιτειχίστηκαν μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γέφυραι ἐεργμέναι</i>, [[καλά]] ασφαλισμένες, [[καλά]] χτισμένες, στερεωμένες, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κλείνω]] έξω, [[αποκλείω]], [[κωλύω]], [[εμποδίζω]], Λατ. excludere, σε Όμηρ.· <i>ἐκτὸς ἐέργειν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αποκλείω]] ή [[κρατώ]] [[μακριά]] από, [[αποσοβώ]], [[απομακρύνω]], [[κωλύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· και με πρόθ., ἔργ. τι ἀπό τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. προσ., εἴργειν μητρὶ [[δόρυ]], να το κρατήσει [[μακριά]] της, να το αποκρούσει από, σε Αισχύλ. — Παθ., <i>εἰργόμενον θανάτου</i>, με τον θάνατο [[μακριά]], [[εκτός]] θανάτου, σε Αισχίν. — Μέσ., [[απέχω]] από [[κάτι]] ή [[μένω]] [[αμέτοχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]] κάποιον από το να κάνει [[κάτι]], σε Θέογν. — Παθ., <i>οὐδὲν εἴργεται</i>, [[τίποτα]] δεν εμποδίζεται, δηλ. τα πάντα επιτρέπονται, σε Σοφ.· με απαρ. μόνο, οὐδὲνεἴργει τελειοῦσθαι [[τάδε]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[ἔργω]]:</b> [[εργάζομαι]], [[άχρηστος]] [[τύπος]], αντί του οποίου χρησιμ. σε ενεστ., [[ἔρδω]], [[ῥέζω]], [[ἐργάζομαι]]· για μέλ., αόρ. αʹ και παρακ., βλ. [[ἔρδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔργω:''' (fut. [[ἔρξω]], aor. [[ἔρξα]], pf. 2 [[ἔοργα]], ppf. [[ἐώργειν]]) = [[ἔρδω]].<br /><b class="num">II</b> ион. = [[εἴργω]].
}}
}}