Anonymous

ἐπώμοτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπώμοτος:''' -ον ([[ἐπόμνυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένορκος]], ορκισμένος, αυτός που τελεί υπό όρκο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ένορκος]] [[μάρτυρας]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπώμοτος:''' -ον ([[ἐπόμνυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένορκος]], ορκισμένος, αυτός που τελεί υπό όρκο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ένορκος]] [[μάρτυρας]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπώμοτος:''' <b class="num">1)</b> поклявшийся: ἐ. λέγων Soph. клятвенно заявивший;<br /><b class="num">2)</b> клятвенно призываемый в свидетели: Ζῆνα ἔχειν ἐπώμοτον Soph. призывать в свидетели Зевса, клясться именем Зевса.
}}
}}