Anonymous

ἐπώμοτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώνει [[κάτι]] με όρκο («οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> - <i>ομοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όμνυμι</i>. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἐπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώνει [[κάτι]] με όρκο («οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> - <i>ομοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όμνυμι</i>. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπώμοτος:''' -ον ([[ἐπόμνυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένορκος]], ορκισμένος, αυτός που τελεί υπό όρκο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ένορκος]] [[μάρτυρας]], στον ίδ.
}}
}}