3,277,286
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρεθίζω:''' Δωρ. -ίσδω, Επικ. απαρ. <i>-ιζέμεν</i>, παρατ. [[ἠρέθιζον]], Επικ. <i>ἐρ-</i>, αόρ. αʹ [[ἠρέθισα]], ποιητ. <i>ἔρ-</i>· παρακ. [[ἠρέθικα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠρεθίσθην</i>, παρακ. <i>ἠρέθισμαι</i> ([[ἐρέθω]])· [[εξοργίζω]], [[εξωθώ]] σε [[οργή]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[μάχη]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[κινώ]], [[διεγείρω]], [[εξάπτω]] την περιέργεια, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>ἐρ. χορούς</i>, τους [[προκαλώ]], τους [[εμπνέω]], σε Ευρ. — Παθ., προκαλούμαι, διεγείρομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], [[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι, [[σπίθα]] που ανάβει από τα φυσερά, στον ίδ.· <i>αἰθὴρἐρεθιζέσθω βροντῇ</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται για κάποιον που του έχει κοπεί η [[αναπνοή]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐρεθίζω:''' Δωρ. -ίσδω, Επικ. απαρ. <i>-ιζέμεν</i>, παρατ. [[ἠρέθιζον]], Επικ. <i>ἐρ-</i>, αόρ. αʹ [[ἠρέθισα]], ποιητ. <i>ἔρ-</i>· παρακ. [[ἠρέθικα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠρεθίσθην</i>, παρακ. <i>ἠρέθισμαι</i> ([[ἐρέθω]])· [[εξοργίζω]], [[εξωθώ]] σε [[οργή]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[μάχη]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[κινώ]], [[διεγείρω]], [[εξάπτω]] την περιέργεια, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>ἐρ. χορούς</i>, τους [[προκαλώ]], τους [[εμπνέω]], σε Ευρ. — Παθ., προκαλούμαι, διεγείρομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], [[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι, [[σπίθα]] που ανάβει από τα φυσερά, στον ίδ.· <i>αἰθὴρἐρεθιζέσθω βροντῇ</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται για κάποιον που του έχει κοπεί η [[αναπνοή]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρεθίζω:''' дор. ἐρεθίσδω (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)<br /><b class="num">1)</b> раздражать (τινὰ κερτομίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.);<br /><b class="num">2)</b> дразнить, беспокоить (κύνας τ᾽ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν [[πολέμιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> сердить, возмущать (Μούσας Soph.);<br /><b class="num">4)</b> возбуждать, волновать (φρένας Aesch.; τὴν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.);<br /><b class="num">5)</b> приводить в движение (χορούς Eur.): [[πνεῦμα]] ἠρεθισμένον Eur. ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка;<br /><b class="num">6)</b> вызывать, разжигать (τὸ φονικὸν καὶ [[θηριῶδες]] Plut.): ἐ. τινά Hom. разжигать чье-л. любопытство;<br /><b class="num">7)</b> раздувать ([[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.);<br /><b class="num">8)</b> растравлять, бередить ([[ἕλκος]] ἠρεθισμένον Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> манить, звать ([[κρήνη]] ἐρεθίζει Anacr.). | |||
}} | }} |