Anonymous

ἐσχάρα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχάρα:''' Ιων. -άρη[ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. [[ἐσχαρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εστία]], τζάκι, σε Όμηρ.· [[άσυλο]] ικετών, <i>καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[μαγκάλι]] με κάρβουνα, [[χάλκωμα]] που λειτουργεί με [[κάρβουνο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πυρὸς [[ἐσχάραι]], οι φωτιές που ανάβουν στο [[στρατόπεδο]], σε καιρό πολέμου, φωτιές επαγρύπνησης, περιφρούρησης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[βωμός]] για ολοκαυτώματα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἐσχάρα:''' Ιων. -άρη[ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. [[ἐσχαρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εστία]], τζάκι, σε Όμηρ.· [[άσυλο]] ικετών, <i>καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[μαγκάλι]] με κάρβουνα, [[χάλκωμα]] που λειτουργεί με [[κάρβουνο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πυρὸς [[ἐσχάραι]], οι φωτιές που ανάβουν στο [[στρατόπεδο]], σε καιρό πολέμου, φωτιές επαγρύπνησης, περιφρούρησης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[βωμός]] για ολοκαυτώματα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχάρα:''' (χᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> очаг ([[πῦρ]] ἐπ᾽ [[ἐσχαρόφιν]] καίετο Hom.; πρὸς ἐσχάρᾳ καθήμενος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жаровня (τὴν ἐσχάραν ἐκφέρειν τινί Arph.; [[πῦρ]] ἐπ᾽ ἐσχάρας φέρειν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> костер, сторожевой огонь: Τρώων πυρὸς [[ἐσχάραι]] Hom. сторожевые огни троянцев;<br /><b class="num">4)</b> жертвенник (Φοίβου Aesch.; [[Διός]] Eur.; βωμοὶ [[ἐσχάραι]] τε Soph.): ἐ. [[βώμιος]] Eur. или [[βωμιαῖος]] Soph. (v. l.) жертвенник-алтарь (т. е. жертвенник со ступенями);<br /><b class="num">5)</b> pl. Arph. = labra pudendorum;<br /><b class="num">6)</b> мед. струп (на месте ожога) Arst.
}}
}}