Anonymous

ἐτήσιος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐτήσιος:''' -ον ([[ἔτος]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους, [[πένθος]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] χρόνο, [[ενιαύσιος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐτήσιος:''' -ον ([[ἔτος]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους, [[πένθος]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] χρόνο, [[ενιαύσιος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτήσιος:''' <b class="num">1)</b> длящийся один год, годичный ([[πένθος]] Eur.; [[προστασία]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> ежегодный (θυσίαι Thuc.; βορέαι Arst.; καρποί Plut.).
}}
}}