ἐτήσιος

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτήσιος Medium diacritics: ἐτήσιος Low diacritics: ετήσιος Capitals: ΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: etḗsios Transliteration B: etēsios Transliteration C: etisios Beta Code: e)th/sios

English (LSJ)

ἐτήσιον, and in Hp. η, ον: (ἔτος):—
A lasting a year, πένθος οὐκ ἐτήσιον E.Alc.336; προστασία f.l. in Th.2.80; ἐτησίους ἄρχειν to govern for a year, D.C.60.24.
2 annual, ὧραι Plu.2.993e; θυσίαι Th.5.11, etc., cf. SIG1024.24 (Myconus); φόρος IG7.2227 (Thisbe); ἐτήσιοι πρόσιτ' ἀεί Cratin.23; βορέαι ἐ., = ἐτησίαι, Arist.Pr.940a35; ἐτήσια πνεύματα Arr.Ind.21.1. Adv. ἐτησίως Sch.Lyc. 107: neut. as adverb, τρυγόωσιν ἐτήσιον AP5.226 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1052] ον, 1) jährig, ein Jahr dauernd, πένθος Eur. Alc. 336; προστασία Thuc. 2, 80; Sp. bes. ἀρχαί – 2) jährlich, was alle Jahr wiederkehrt, βορέαι ἐτήσιοι Arist. probl. 26, 2; καρποί Plut. compar. Lyc. et Num. 1. Bei Sp., bes. D. Cass., auch 3 Endungen, z. B. πανήγυρις ἐτησία 44, 4. Das adv. ἐτησίως Schol. Lycophr. 107; eben so ἐτήσιον τρυγόωσιν, jährlich, Maced. 1 (V, 227).

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
annuel :
1 qui dure une année (deuil, présidence, etc.);
2 qui revient chaque année (saison, sacrifice, etc.).
Étymologie: ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐτήσιος:
1 длящийся один год, годичный (πένθος Eur.; προστασία Thuc.);
2 ежегодный (θυσίαι Thuc.; βορέαι Arst.; καρποί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτήσιος: -ον, καὶ παρ’ Ἱππ. α, ον· (ἔτος): διαρκῶν ἐπὶ ἕν ἔτος, πένθος Εὐρ. Ἄλκ. 336· προστασία Θουκ. 2. 80· ἐτησίους σφᾶς ἄρχειν, ἄρχειν ἐπὶ ἕν ἔτος, Δίων Κ. 60. 24. 2) κατὰ πᾶν ἔτος, ὧραι Ἱππ. 1279. 48, Πλούτ. 2. 993 Ε· θυσίαι Θουκ. 5. 11, κτλ.· ἐτήσιοι πρόσιτ’ ἀεί Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 6. ― Ἐπίρρ. -ίως, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 107· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. ἡμερίδας τρυγόωσιν ἐτήσιον Ἀνθ. Π. 5. 27.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἐτήσιος, -ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, -ία (-ίη), -ον) έτος
1. αυτός που διαρκεί ένα έτοςπένθος ἐτήσιον», Ευρ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.)
νεοελλ.
(για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός έτους, αυτός που δίνεται ή υπολογίζεται για όλο τον χρόνο
αρχ.
1. (για άρχοντες) αυτός που βρίσκεται στην αρχή για έναν χρόνο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήσιον
ετησίως, κατ' έτος.
επίρρ...
ετησίως (ΑΜ ἐτησίως)
1. κατ' έτος, κάθε χρόνο
2. στη διάρκεια ενός έτους.

Greek Monotonic

ἐτήσιος: -ον (ἔτος),·
1. αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, που έχει διάρκεια ενός έτους, πένθος, σε Ευρ., Θουκ.
2. κάθε χρόνο, ενιαύσιος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐτήσιος, ον ἔτος
1. lasting a year, a year long, πένθος Eur., Thuc.
2. every year, annual, Thuc.

English (Woodhouse)

lasting a year

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

anniversarius, yearly, annual, 5.11.1, [praeterea vulgo moreover in the common texts 2.80.5, ubi nunc where now ἐπετησίῳ.]