εὐκίνητος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκίνητος:''' -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, <i>εἴς τι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐκίνητος:''' -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, <i>εἴς τι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκίνητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> подвижной ([[πῦρ]] Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изменчивый, легко склоняющийся (ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Arst.): εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. склонный к гневу, вспыльчивый;<br /><b class="num">3)</b> неустойчивый, шаткий ([[λόγος]] [[λίαν]] εὐ. Arst.).
}}
}}