Anonymous

εὔμαρις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμᾱρις:''' -ιδος, ἡ, αιτ. <i>-ιν</i>, Ασιατικό [[σανδάλι]] ή [[παντόφλα]], σε Αισχύλ., Ευρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]).
|lsmtext='''εὔμᾱρις:''' -ιδος, ἡ, αιτ. <i>-ιν</i>, Ασιατικό [[σανδάλι]] ή [[παντόφλα]], σε Αισχύλ., Ευρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμαρις:''' ιδος, v. l. εὐμαρίς, ίδος (ᾱ, реже ᾰ) ἡ эвмарида (род восточной обуви) ([[κροκόβαπτος]] Aesch.; [[βαθύπελμος]] Anth.; βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Eur.).
}}
}}