3,253,652
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρβύλη</i>, [[ασκέρα]], [[βλαύτη]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρβύλη</i>, [[ασκέρα]], [[βλαύτη]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔμᾱρις:''' -ιδος, ἡ, αιτ. <i>-ιν</i>, Ασιατικό [[σανδάλι]] ή [[παντόφλα]], σε Αισχύλ., Ευρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]). | |||
}} | }} |