Anonymous

εὔορμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔορμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[καλά]] αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔορμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[καλά]] αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔορμος:''' <b class="num">1)</b> имеющий хорошую стоянку, удобный для причала ([[λιμήν]] Hom., Hes., Eur.; γῆ Soph.; [[αἰγιαλός]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> мор. хорошо пришвартованный ([[νῆες]] Anth.).
}}
}}