Anonymous

ἐφέζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφέζομαι:''' αποθ., [[κυρίως]], σε μτχ. και στο γʹ ενικ. παρατ.· απαρ. <i>ἐφέζεσθαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] πάνω σε, με δοτ., σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίσης με γεν., σε Πίνδ.· και με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐφέζομαι:''' αποθ., [[κυρίως]], σε μτχ. και στο γʹ ενικ. παρατ.· απαρ. <i>ἐφέζεσθαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] πάνω σε, με δοτ., σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίσης με γεν., σε Πίνδ.· και με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφέζομαι:''' (impf. ἐφεζόμην)<br /><b class="num">1)</b> садиться (πατρὸς γούνασι Hom.; [[δένδρεσι]] Arph.; εἰς κραναὴν αὖλιν Anth.): Εὐρώταν ἐ. Eur. (о птицах) садиться на берега Эврота;<br /><b class="num">2)</b> сидеть (δενδρέῳ, δίφρῳ Hom.; τῆς ἕδρας Pind.). - см. тж. *[[ἐφεῖσα]].
}}
}}