Anonymous

ἐφορμέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφορμέω:''' Ιων. ἐπ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μένω]] αγκυροβολημένος σε ή ακριβώς [[απέναντι]] από ένα [[τόπο]], [[εκτελώ]] [[ναυτικό]] αποκλεισμό, <i>λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας</i>, ξεφεύγοντας από τον στόλο του αποκλεισμού, σε Ηρόδ.· <i>ἐφ. τῷ λιμένι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] και [[παρακολουθώ]], σε Σοφ., Δημ.
|lsmtext='''ἐφορμέω:''' Ιων. ἐπ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μένω]] αγκυροβολημένος σε ή ακριβώς [[απέναντι]] από ένα [[τόπο]], [[εκτελώ]] [[ναυτικό]] αποκλεισμό, <i>λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας</i>, ξεφεύγοντας από τον στόλο του αποκλεισμού, σε Ηρόδ.· <i>ἐφ. τῷ λιμένι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] και [[παρακολουθώ]], σε Σοφ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφορμέω:''' ион. [[ἐπορμέω]]<br /><b class="num">1)</b> (тж. τῷ ναυτικῷ ἐ. Thuc.) стоять на якоре (для наблюдения или блокады): ἐ. τῷ λιμένι Thuc., ἐπὶ τῷ λιμένι Xen., Arst. и τῷ στόματι τοῦ λιμένος Plut. блокировать порт флотом; [[νῆες]] ἐφορμοῦσαι Xen. или ἐφορμηθέντες Thuc. стоящие на рейде или якоре суда;<br /><b class="num">2)</b> приставать к берегу, причаливать Xen.;<br /><b class="num">3)</b> наблюдать, высматривать, подстерегать (τοῖς καιροῖς Dem.): [[μηδέ]] με φύλασσ ἐφορμῶν Soph. и не подсматривай за мной.
}}
}}