ἐφορμέω

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμέω Medium diacritics: ἐφορμέω Low diacritics: εφορμέω Capitals: ΕΦΟΡΜΕΩ
Transliteration A: ephorméō Transliteration B: ephormeō Transliteration C: eformeo Beta Code: e)forme/w

English (LSJ)

Ion. ἐπορμέω, lie moored at or lie over against a place, blockade it, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας having escaped the blockading fleet, Hdt.8.81, cf. Th.8.75, X.An.7.6.25; πεζῇ τε καὶ ναυσὶν ἐ. Th.4.24: c. dat., ἐ. τῷ λιμένι Id.7.3, cf. 3.31; ἐπὶ τῇ Μιλήτῳ Id.8.30; ἐπὶ τῷ λιμένι X.HG6.2.7; ἐπὶ τοῦ στόματος Plb. 1.46.5: c. acc., ἐ. ναυσὶ τὴν ἀκτήν App.BC5.72: generally, lie by and watch, S.OC812; ἐφορμέω τοῖς καιροῖς D.3.7; rely on, εἰκόσι καὶ πιθανοῖς Ph. 2.413,al.:—Pass., ἐφορμοῦμαι to be blockaded, Th.1.142, 8.20.

German (Pape)

[Seite 1122] ion. ἐπορμέω, mit dem Schiffe vor Anker liegen, gew. in feindlicher Absicht, um den Feind zu blokiren oder zu beobachten, ἐφορμεῖν καὶ τοῦ πορθμοῦ κρατεῖν Thuc. 4, 24, τῷ λιμένι, den Hafen blokiren, 7, 3 (wie Nic. 3 (V, 44) u. D. Sic. 19, 49); eben so absolut, 1, 116, wo der Schol. εἰς ἐπίθεσιν εἶναι, πολιορκεῖν erkl.; ἐπὶ τῇ Μιλήτῳ τῷ ναυτικῷ ἐφορμεῖν 8, 30. Da ἐφορμᾶν bei Thuc. nicht vorkommt, ist ἢν ἐφορμῶσιν αὐτοῖς (so für αὐτούς zu schreiben) = auch wenn sie dieselben blokiren sollten, 3, 31; ἐπεὶ οἱ ἐφορμοῦντες ὀλιγώρως εἶχον, ἐξέπλευσαν Xen. Hell. 1, 6, 20; ἐπὶ τῷ λιμένι 6, 2, 7; τῷ στόλῳ τοὺς 'Ρωμαίους ἐπὶ τοῦ στόματος ἐφορμεῖν Pol. 1, 46, 5; – ἐφ' ἣν βοήθειαν αἱ τριήρεις ὅμως ἐφώρμουν Dem. 19, 322; übertr., τοῖς καιροῖς ἐφορμεῖν, aufpassen, auflauern, 3, 7; vgl. Soph. μηδέ με φύλασσ' ἐφορμῶν, bewachend, gleichsam blokirt haltend, O. C. 816; – anlanden, Xen. Lac. 2, 13, wie auch Thuc. 6, 49 ἐφορμηθέντες erkl. wird, wo Schäfer ἐφορμισθέντες ändert; sonst bedeutet das pass. bei Thuc. blokirt gehalten werden, 1, 142. 8, 20.

French (Bailly abrégé)

ἐφορμῶ :
1 être mouillé en face de : τῷ λιμένι THC, ἐπὶ τῷ λιμένι XÉN bloquer le port ; Pass. être bloqué ; p. ext. veiller sur : τοῖς καιροῖς DÉM guetter l'occasion;
2 atterrir, aborder.
Étymologie: ἐπί, ὁρμέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμέω: ион. ἐπορμέω
1 (тж. τῷ ναυτικῷ ἐ. Thuc.) стоять на якоре (для наблюдения или блокады): ἐ. τῷ λιμένι Thuc., ἐπὶ τῷ λιμένι Xen., Arst. и τῷ στόματι τοῦ λιμένος Plut. блокировать порт флотом; νῆες ἐφορμοῦσαι Xen. или ἐφορμηθέντες Thuc. стоящие на рейде или якоре суда;
2 приставать к берегу, причаливать Xen.;
3 наблюдать, высматривать, подстерегать (τοῖς καιροῖς Dem.): μηδέ με φύλασσ ἐφορμῶν Soph. и не подсматривай за мной.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμέω: Ἰων. ἐπορμέω: μέλλ. -ήσω· - μένω ἠγκυροβολημένος παρά τινι τόπῳ ἢ κατέναντι αὐτοῦ, ἐκτελῶ ἀποκλεισμόν, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας, διαφυγὼν τὸν στόλον τοῦ ἀποκλεισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 81, πρβλ. Θουκ. 8. 75, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 20 κἑξ.· πεζῇ τε καὶ ναυσὶν ἐφ. Θουκ. 4. 24: - μετὰ δοτ., ἐφορ. τῷ λιμένι ὁ αὐτ. 7. 3· ἀπὶ τῇ Μιλήτῳ ὁ αὐτ. 5. 30· ἐπὶ τῷ λιμένι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 7· ἐπὶ τοῦ στόματος Πολύβ. 1. 46, 5·- μετ’ αἰτ., ἐφ. ναυσὶ τὴν ἀκτὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 72· (ἐν Θουκ. 3. 31, τὸ ἢν ἐφορμῶσιν αὐτοῖς, φαίνεται ἐφθαρμένον)· - καθόλου παραμονεύω, μηδέ με φύλασσ’ ἐφορμῶν ἔνθα χρή ναίειν ἐμὲ Σοφ. Ο. Κ. 812· ἐφ. τοῖς καιροῖς Δημ. 30. 18· - Παθ., διὰ τὸ ὑφ’ ἡμῶν πολλαῖς ναυσὶν ἀεὶ ἐφορμεῖσθαι Θουκ. 1. 142., 8. 20· ἐν 6. 49 ὁ Schäfer διώρθωσεν ἐφορμισθέντας.

Greek Monotonic

ἐφορμέω: Ιων. ἐπ-, μέλ. -ήσω,
1. μένω αγκυροβολημένος σε ή ακριβώς απέναντι από ένα τόπο, εκτελώ ναυτικό αποκλεισμό, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας, ξεφεύγοντας από τον στόλο του αποκλεισμού, σε Ηρόδ.· ἐφ. τῷ λιμένι, σε Θουκ.
2. γενικά, παραμονεύω, ενεδρεύω και παρακολουθώ, σε Σοφ., Δημ.

Middle Liddell

ionic ἐπ- fut. ήσω
1. to lie moored at or over against a place, to blockade it, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας having escaped the blockading fleet, Hdt.; ἐφ. τῷ λιμένι Thuc.
2. generally, to lie by and watch, Soph., Dem.

Lexicon Thucydideum

stationem adversam tenere, to hold a position facing, 1.64.3, 1.116.3. 1.142.8, [vulgo additur commonly added ναῦς] 3.31.1, [vulgo commonly αὐτούς]. 4.24.4, 4.24.47.3.5, [nonnulli codd. several manuscripts ἐφορμῶσα] 7.4.4, 7.12.5, 7.24.3, 8.11.1, 8.15.1. 8.17.3, 8.24.1. 8.30.1. 8.75.1, 8.96.4. 8.100.4.
navibus obsidere, to blockade with ships, 3.107.2, [vulgo commonly ἐφορμ.].
PASS. 1.142.7, 8.20.1, [praeterea vulgo moreover in the common texts 6.49.4, ἐφορμηθῆναι, ubi nunc where now ἐφορμισθέντας.]