Anonymous

ἥλιος: Difference between revisions

From LSJ
2,889 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥλιος:''' ὁ, Δωρ. [[ἅλιος]], Επικ. [[ἠέλιος]], Δωρ. [[ἀέλιος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[ήλιος]], Λατ. [[sol]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, είμαι [[ζωντανός]], ζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[ήλιος]] παρέσχε τον αρχαιότατο τρόπο προσδιορισμού των σημείων του ορίζοντα· <i>πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε</i>, προς ανατολάς, αντίθ. προς το <i>πρὸς ζόφον</i>, σε Όμηρ.· πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου [[ἀνατολάς]], αντίθ. προς το <i>πρὸς ἑσπέρην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ημέρα]], όπως το Λατ. [[sol]], σε Πίνδ., Ευρ.· στον πληθ., θερμές ηλιόλουστες ημέρες, όπως το Λατ. soles, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, [[Ἥλιος]], ο [[θεός]] Ήλιος, σε Όμηρ.· στους μεταγεν. ποιητές, ο Απόλλωνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἥλιος:''' ὁ, Δωρ. [[ἅλιος]], Επικ. [[ἠέλιος]], Δωρ. [[ἀέλιος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[ήλιος]], Λατ. [[sol]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, είμαι [[ζωντανός]], ζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[ήλιος]] παρέσχε τον αρχαιότατο τρόπο προσδιορισμού των σημείων του ορίζοντα· <i>πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε</i>, προς ανατολάς, αντίθ. προς το <i>πρὸς ζόφον</i>, σε Όμηρ.· πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου [[ἀνατολάς]], αντίθ. προς το <i>πρὸς ἑσπέρην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ημέρα]], όπως το Λατ. [[sol]], σε Πίνδ., Ευρ.· στον πληθ., θερμές ηλιόλουστες ημέρες, όπως το Λατ. soles, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, [[Ἥλιος]], ο [[θεός]] Ήλιος, σε Όμηρ.· στους μεταγεν. ποιητές, ο Απόλλωνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἥλιος:''' эп. преимущ. [[ἠέλιος]], дор. [[ἀέλιος]] и [[ἅλιος]] (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> солнце: ἡλίου [[κύκλος]] Trag., Arst. солнечный диск; ἡλίου βολαί или τόξα Eur. (= ἀκτῖνες) солнечные стрелы, т. е. лучи; ἡλίου θάλπη Aesch., [[θάλπος]] Eur. и καύματα Soph. солнечный зной; [[ἠέλιος]] ἀνόρουσε Hom. солнце взошло; ἅμ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. с восходом солнца; ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. до захода солнца; [[δύσετο]] [[ἠέλιος]] Hom. солнце зашло; ἀφ᾽ ἡλίου ἀνιόντος [[μέχρι]] δυομένου Aeschin. от восхода солнца до (его) заката; ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. быть освещенным солнцем; μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. незадолго до захода солнца; περὶ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. во время солнечного затмения; ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Hom. видеть солнечный свет, т. е. быть в живых, жить; ὑπ᾽ ἠελίῳ Hom., ὑφ᾽ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. под солнцем, т. е. на земле, на свете; οὐκέτ᾽ εἶναι ὑφ᾽ ἁλίῳ Eur. не быть больше в живых;<br /><b class="num">2)</b> место восхода солнца, восток: πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου [[ἀνατολάς]] или πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. к востоку, на восток; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. восточные эфиопы;<br /><b class="num">3)</b> дневной путь солнца, т. е. день: [[φῶς]] ἓν ἡλίου Eur. свет одного дня, т. е. всего лишь один день; ἁλίῳ ἀμφ᾽ [[ἑνί]] Pind. в течение одного лишь дня; ἡλίους [[δέκα]] Luc. десять дней;<br /><b class="num">4)</b> солнечная жара, зной: ὁ ἥ. [[πολύς]] Luc. сильная жара; οἱ ἥλιοι καὶ τὸ [[πνῖγος]] ἐλύπει Thuc. зной и духота мучили (пленников);<br /><b class="num">5)</b> солнечный свет (ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ [[σκότος]] [[ἰέναι]] Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.);<br /><b class="num">6)</b> светлое настроение, ясность (τῆς ψυχῆς Plut.).
}}
}}