Anonymous

ἦθος: Difference between revisions

From LSJ
1,511 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἦθος:''' -εος, τό, [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἔθος]],<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθης]] [[διαμονή]], [[ενδιαίτημα]]· στον πληθ., τα μέρη ή τα καταλύματα στα οποία διαμένουν ζώα, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον άνθρωπο, [[χαρακτήρας]], [[διάθεση]], Λατ. [[ingenium]], [[mores]], σε Ησίοδ., Αττ.· ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], [[προσφώνηση]] απευθυνόμενη σε [[πρόσωπο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. γενικά, χρησιμοποιείται για τους τρόπους, όπως το Λατ. [[mores]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἦθος:''' -εος, τό, [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἔθος]],<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθης]] [[διαμονή]], [[ενδιαίτημα]]· στον πληθ., τα μέρη ή τα καταλύματα στα οποία διαμένουν ζώα, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον άνθρωπο, [[χαρακτήρας]], [[διάθεση]], Λατ. [[ingenium]], [[mores]], σε Ησίοδ., Αττ.· ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], [[προσφώνηση]] απευθυνόμενη σε [[πρόσωπο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. γενικά, χρησιμοποιείται για τους τρόπους, όπως το Λατ. [[mores]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἦθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> местопребывание, обиталище, жилье (ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.): ἤθη τῶν λεόντων Her. логова львов; ἤθεα ἵππων Hom. стойла для лошадей; ἦ. συῶν Hom. свиной хлев; ἦ. τοῦ ἡλίου Her. место восхода солнца; εἰς τὰ [[σφέτερα]] ἤθη καὶ νομούς Arst. восвояси;<br /><b class="num">2)</b> (= [[ἔθος]]) навык, обыкновение, обычай, привычка (ἤθεά τε καὶ νόμοι Her.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер (μιαρόν Soph.): ἀσθενὴς τὸ ἦ. (acc.) Arst. вялый, ленивый; ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. изменить чей-л. нрав; [[πρᾷος]] τὸ ἦ. Plat. кроткого нрава; τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. характер (особенности) государства; τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. нравом, по характеру; ἤθεσι χαὶ ἔθεσι Plat. по душевному складу и по привычкам; τρόποι καὶ ἤθη Plat. обычаи и нравы;<br /><b class="num">4)</b> нрав, норов (ἱππικὰ ἤθη Eur.).
}}
}}