Anonymous

ἠμέν: Difference between revisions

From LSJ
413 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμέν:''' Επικ. σύνδ., [[αντίστοιχος]] προς το <i>ἠ-δέ</i>, κατά το πλείστον [[συμπλεκτικός]], όπως το [[καί]]..., [[καί]]..., Λατ. et..., et..., [[αλλά]] μερικές φορές και [[διαζευκτικός]], όπως το Λατ. [[vel]]..., [[vel]]..., σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἠμέν:''' Επικ. σύνδ., [[αντίστοιχος]] προς το <i>ἠ-δέ</i>, κατά το πλείστον [[συμπλεκτικός]], όπως το [[καί]]..., [[καί]]..., Λατ. et..., et..., [[αλλά]] μερικές φορές και [[διαζευκτικός]], όπως το Λατ. [[vel]]..., [[vel]]..., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμέν:''' эп. conj.<br /><b class="num">1)</b> и: ἠ. νέοι ἠδὲ γέροντες Hom. и молодые, и старые; ἠ. θεὸς ἠδὲ καὶ [[ἀνήρ]] Hom. как божество, так и человек;<br /><b class="num">2)</b> или: ἠ. ἀνακλῖναι ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι Hom. или открывать, или задвигать.
}}
}}