ἠμέν
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
Ep. Conj., correl. to ἠδέ (from ἦ and μέν, δέ), both.. and... ἠ. νέοι ἠδὲ γέροντες Il.2.789, etc.; ἠ. ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι 5.751; sometimes καί is added to ἠδέ, ἠ. θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα 5.128; ἠ. δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν Od.2.268; ἠ. δή ποτ' ἐμεῦ πάρος ἔκλυες.. ἠδ' ἔτι καὶ νῦν μοι.. ἐπικρήηνον ἐέλδωρ Il.1.453: rarely followed by δέ or τε, ἠ… πολλοὶ δέ.. 12.428; ἠ. ὅσοι χαλεποί.. οἵ τε φιλόξεινοι Od.8.575: more freq. by καί, Il.15.664,670, Hes.Op.339.
German (Pape)
[Seite 1165] dem ἠδέ entsprechend, ἠμὲν – ἠδέ, p. = καὶ – καί, sowohl – als auch, s. unter ἠδέ. Seltener entsprechen steh ἠμὲν – δέ, Il. 12, 428, ἠμὲν – καί, 15, 664. 670 u. öfter; auch ἠμὲν – τέ, Od. 8, 575; – ἦ μὲν s. unter ἦ.
French (Bailly abrégé)
conj.
et, ou : ἠμὲν… ἠδέ IL, rar. ἠμὲν… δέ IL, ἠμὲν… καί IL, ἠμὲν… τε OD et… et ; soit… soit ; aussi bien… que ; autant… que.
Étymologie: ἤ, μέν.
Russian (Dvoretsky)
ἠμέν: эп. conj.
1 и: ἠ. νέοι ἠδὲ γέροντες Hom. и молодые, и старые; ἠ. θεὸς ἠδὲ καὶ ἀνήρ Hom. как божество, так и человек;
2 или: ἠ. ἀνακλῖναι ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι Hom. или открывать, или задвигать.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμέν: Ἐπικ. σύνδεσμ. ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸ ἠδέ, κατὰ τὸ πλεῖστον συμπλεκτικός, ὡς τὸ καί..., καί..., τόσον..., ὅσον καί..., Λατ. et..., et..., ἀλλ’ ἐνίοτε διαζευκτικός, ὡς τὸ Λατ. vel..., vel..., ἢ sive…, sive..., ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Ἰλ. Β. 789, πρβλ. Ε. 751, Ὀδ. Ξ. 201, κτλ.· ὁπόταν εἰς τὴν τελευταίαν λέξιν ἀπαιτῆται ἔμφασις, προστίθεται τὸ καὶ εἰς τὸ ἠδέ, ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα Ἰλ. Ε. 128· ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδὴν Ὀδ. Β. 268· - ἠμὲν συχνάκις παραλείπεται πρὸ τοῦ ἠδέ, ἴδε ἐν λ. ἠδέ· ἀλλὰ σπανίως εὕρηται μετὰ τοῦ δὲ ἢ τε ἀντὶ τοῦ ἠδέ· ἠμὲν..., πολλοὶ δὲ... Ἰλ. Μ. 428· ἠμὲν ὅσοι χαλεποὶ... οἵ τε φιλόξενοι Ὀδ. Θ. 575· συνηθέστερον ἀκολουθοῦντος τοῦ καὶ, Ἰλ. Ο. 664, 670, κτλ.
English (Autenrieth)
always in correlation, usually with ἠδέ, both.. (and), as well.. (as), Il. 2.789, Od. 14.193; also correl. to δέ, καί, or τέ, Il. 12.428, Ο, Od. 8.575.
Greek Monolingual
ἠμέν (Α)
(συμπλεκτικός σύνδ. που συνδυάζεται με το ηδέ) (σπαν. ακολουθείται από το δε ή το τε, συν. ακολουθείται από το και) και... και, τόσο... όσο, και... («ἠμὲν θεόν ἠδὲ καὶ ἄνδρα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἦ (Ι) «βεβαίως» + μεν παραλλαγή του μην (Ι) «σίγουρα, βεβαίως»].
Greek Monotonic
ἠμέν: Επικ. σύνδ., αντίστοιχος προς το ἠ-δέ, κατά το πλείστον συμπλεκτικός, όπως το καί..., καί..., Λατ. et..., et..., αλλά μερικές φορές και διαζευκτικός, όπως το Λατ. vel..., vel..., σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pcle
Meaning: corresonding with ἠδε both - and also (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [281] *h₁e ?
Etymology: From 1. ἦ really and μέν. Cf. on ἠδέ.
Middle Liddell
epic Conjunction, correlative to ἠ-δέ, as well .., as also . ., Lat. et . ., et . ., but sometimes disjunctive, like Lat. vel . ., vel . ., Hom.
Frisk Etymology German
ἠμέν: {ēmén}
Meaning: mit ἠδέ korrespondierend ‘sowohl — als auch’ (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Aus 1. ἦ fürwahr und μέν. Vgl. zu ἠδέ.
Page 1,635