Anonymous

ἧσσα: Difference between revisions

From LSJ
931 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἧσσα:''' Αττ. [[ἧττα]], -ης, ἡ ([[ἥσσων]]), [[υποχώρηση]], [[ήττα]], αντίθ. προς το [[νίκη]], σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[υποχώρηση]] σε [[κάτι]]· <i>ἡδονῶν</i>, <i>ἐπιθυμιῶν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἧσσα:''' Αττ. [[ἧττα]], -ης, ἡ ([[ἥσσων]]), [[υποχώρηση]], [[ήττα]], αντίθ. προς το [[νίκη]], σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[υποχώρηση]] σε [[κάτι]]· <i>ἡδονῶν</i>, <i>ἐπιθυμιῶν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἧσσα:''' атт. [[ἧττα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> поражение, неудача, провал (πολέμου καὶ [[δικῶν]] καὶ ἀγορῶν Aeschin.): διὰ τὸ καταπεπλῆχθαι τῇ ἥσσῃ Thuc. из-за подавленного в связи с поражением состояния; τῶν Ἀθηναίων ἥσσῃ ἀπεληλυθότων Thuc. поскольку афиняне, потерпев поражение, ушли; ἥτταν προσιεσθαι Xen. потерпеть поражение;<br /><b class="num">2)</b> побежденность, подвластность: δι᾽ ἥττης ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ φθονῶν Plat. из-за подверженности (непреодолимого влечения к) наслаждениям, страстям и зависти.
}}
}}