Anonymous

ἠμί: Difference between revisions

From LSJ
861 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμί:''' [[λέγω]], Λατ. [[inquam]]· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει [[κάτι]] με [[έμφαση]]· παῖ [[ἠμί]], <i>παῖ</i>, [[παιδί]], λέω, [[παιδί]]! σε Αριστοφ.· παρατ. <i>ἦν</i>, γʹ ενικ. <i>ἦ</i>· <i>ἦ</i>, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ [[σχέθε]] χεῖρα, είπε, και κράτησε το [[χέρι]] του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' [[ἐγώ]], [[είπα]] εγώ, σε Πλάτ.· <i>ἦ δ' ὅς</i>, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἠμί:''' [[λέγω]], Λατ. [[inquam]]· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει [[κάτι]] με [[έμφαση]]· παῖ [[ἠμί]], <i>παῖ</i>, [[παιδί]], λέω, [[παιδί]]! σε Αριστοφ.· παρατ. <i>ἦν</i>, γʹ ενικ. <i>ἦ</i>· <i>ἦ</i>, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ [[σχέθε]] χεῖρα, είπε, και κράτησε το [[χέρι]] του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' [[ἐγώ]], [[είπα]] εγώ, σε Πλάτ.· <i>ἦ δ' ὅς</i>, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμί:''' (только praes., 1 л. sing. impf. ἦν и 3 л. sing. impf. ἦ) (вводно) говорить, сказать: παῖ, [[ἠμί]], παῖ! Arph. мальчик, (тебе) говорю, мальчик!; ἦ καὶ ἐπὶ κώπῃ [[σχέθε]] χεῖρα Hom. сказал (Ахилл) и положил руку на рукоять (меча); ἦ ῥα γυνὴ [[ταμίη]] Hom. (так) сказала ключница; ἔστιν ἄρ᾽, ἦ δ᾽ ὅς … Plat. имеются, ведь, сказал он (Сократ), …; [[ὥσπερ]] τί; ἦν δ᾽ [[ἐγώ]] Plat. как что (например)?, сказал (спросил) я; ἀλλὰ περιμενοῦμεν, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων Plat. что же, подождем, сказав он, Главк-то.
}}
}}