Anonymous

θαρσούντως: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαρσούντως:''' Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[θαρσέω]], με [[γενναιότητα]], θαρραλέα, σε Ξεν.
|lsmtext='''θαρσούντως:''' Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[θαρσέω]], με [[γενναιότητα]], θαρραλέα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσούντως:''' новоатт. [[θαρρούντως]] [part. praes. к [[θαρσέω]] смело, отважно (διαπράττεσθαί τι Xen.).
}}
}}