Anonymous

ζύγωμα: Difference between revisions

From LSJ
2b
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ζύγωμα]], -ατος) [[ζυγώ]], -<i>όω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[προσαρμογή]] («το [[ζύγωμα]] τών κομματιών της μηχανής»)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] («το [[ζύγωμα]] της Λαμπρής»)<br /><b>3.</b> το [[πεδίο]] που σχηματίζεται [[ανάμεσα]] σε δύο κορυφές βουνού ή [[μεταξύ]] δύο βουνών και τίς συνδέει, το διάσελο<br /><b>4.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το ακραίο [[σημείο]] τών ζυγωματικών αποφύσεων βάσει του οποίου καθορίζεται ο [[προσωπικός]] [[δείκτης]]<br /><b>5.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> σιδερένιο [[κομμάτι]] ή [[σύνολο]] από σιδερένια κομμάτια τα οποία συγκρατούν τα κινητά μέρη μιας ηλεκτρικής μηχανής και σχηματίζουν τον [[σκελετό]] της<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζύγωμα]] σφηνοειδές» — το [[τετράπλευρο]] λείο και [[ελαφρώς]] [[κοίλο]] [[τμήμα]] της άνω επιφάνειας του σφηνοειδούς οστού του κρανίου, αλλ. σφηνοειδές [[πεδίο]]<br />β) <b>(ηλεκτρ.)</b> «[[ζύγωμα]] μαγνητικό» — το [[σύνολο]] τών σιδηρομαγνητικών υλικών τα οποία σχηματίζουν το' μαγνητικό [[κύκλωμα]] μιας ηλεκτρικής μηχανής ή ενός ηλεκτρομαγνητικού οργάνου<br />γ) <b>(μηχανολ.)</b> «[[ζύγωμα]] του βάκτρου του εμβόλου» — η αρθρωτή [[σύνδεση]] του βάκτρου με την [[κεφαλή]] του διωστήρα, κν. [[σαυρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνάντηση]], [[επαφή]], [[πλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζυγός]] που συνέχει και κλείνει την πόρτα, [[αμπάρα]] («πειρῶνται διακόπτειν τὸ [[ζύγωμα]] τῶν πυλῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> πλάγιο [[στέλεχος]]<br /><b>3.</b> τα καθίσματα του πλοίου που ενώνουν τις πλάγιες πλευρές του, το [[ζυγόν]]<br /><b>4.</b> το εγκάρσιο [[ξύλο]] που προσαρμόζεται στη [[λύρα]] ή στη [[φόρμιγγα]], για να συνδέσει τα δύο κέρατα<br /><b>5.</b> τα ζυγωματικά οστά<br /><b>6.</b> <b>πάπ.</b> [[υδροφράκτης]].
|mltxt=το (AM [[ζύγωμα]], -ατος) [[ζυγώ]], -<i>όω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[προσαρμογή]] («το [[ζύγωμα]] τών κομματιών της μηχανής»)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] («το [[ζύγωμα]] της Λαμπρής»)<br /><b>3.</b> το [[πεδίο]] που σχηματίζεται [[ανάμεσα]] σε δύο κορυφές βουνού ή [[μεταξύ]] δύο βουνών και τίς συνδέει, το διάσελο<br /><b>4.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το ακραίο [[σημείο]] τών ζυγωματικών αποφύσεων βάσει του οποίου καθορίζεται ο [[προσωπικός]] [[δείκτης]]<br /><b>5.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> σιδερένιο [[κομμάτι]] ή [[σύνολο]] από σιδερένια κομμάτια τα οποία συγκρατούν τα κινητά μέρη μιας ηλεκτρικής μηχανής και σχηματίζουν τον [[σκελετό]] της<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζύγωμα]] σφηνοειδές» — το [[τετράπλευρο]] λείο και [[ελαφρώς]] [[κοίλο]] [[τμήμα]] της άνω επιφάνειας του σφηνοειδούς οστού του κρανίου, αλλ. σφηνοειδές [[πεδίο]]<br />β) <b>(ηλεκτρ.)</b> «[[ζύγωμα]] μαγνητικό» — το [[σύνολο]] τών σιδηρομαγνητικών υλικών τα οποία σχηματίζουν το' μαγνητικό [[κύκλωμα]] μιας ηλεκτρικής μηχανής ή ενός ηλεκτρομαγνητικού οργάνου<br />γ) <b>(μηχανολ.)</b> «[[ζύγωμα]] του βάκτρου του εμβόλου» — η αρθρωτή [[σύνδεση]] του βάκτρου με την [[κεφαλή]] του διωστήρα, κν. [[σαυρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνάντηση]], [[επαφή]], [[πλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζυγός]] που συνέχει και κλείνει την πόρτα, [[αμπάρα]] («πειρῶνται διακόπτειν τὸ [[ζύγωμα]] τῶν πυλῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> πλάγιο [[στέλεχος]]<br /><b>3.</b> τα καθίσματα του πλοίου που ενώνουν τις πλάγιες πλευρές του, το [[ζυγόν]]<br /><b>4.</b> το εγκάρσιο [[ξύλο]] που προσαρμόζεται στη [[λύρα]] ή στη [[φόρμιγγα]], για να συνδέσει τα δύο κέρατα<br /><b>5.</b> τα ζυγωματικά οστά<br /><b>6.</b> <b>πάπ.</b> [[υδροφράκτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζύγωμα:''' ατος (ῠ) τό скрепа, запор (τῶν πυλῶν Polyb.).
}}
}}