Anonymous

θειόω: Difference between revisions

From LSJ
413 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θειόω:''' Επικ. [[θεειόω]], μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θεῖον]]), [[καπνίζω]] με [[θειάφι]], [[λιβανίζω]] και [[εξαγνίζω]] μέσω [[αυτού]], σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θειόω:''' Επικ. [[θεειόω]], μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θεῖον]]), [[καπνίζω]] με [[θειάφι]], [[λιβανίζω]] και [[εξαγνίζω]] μέσω [[αυτού]], σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θειόω:''' <b class="num">I</b> эп. [[θεειόω]] [[θεῖον]] II] окуривать серой, очищать серным дымом ([[μέγαρον]], med. [[δῶμα]] Hom.; αἰθέρος μυχόν Eur.).<br /><b class="num">II</b> [[θεῖος]] II] делать божественным, освящать именем богов (τὴν διανομήν Plut.).
}}
}}