Anonymous

θελκτήριον: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
|lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θελκτήριον:''' τό<b class="num">1)</b> чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> средство успокоить, умилостивительный дар ([[θεῶν]] Hom.; νεκροῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> успокоение, утоление (ψυχῆς Men.).
}}
}}