Anonymous

θεόκτιτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.
|lsmtext='''θεόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκτῐτος:''' Anth. = [[θεόκτιστος]].
}}
}}