θεόκτιτος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκτῐτος Medium diacritics: θεόκτιτος Low diacritics: θεόκτιτος Capitals: ΘΕΟΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: theóktitos Transliteration B: theoktitos Transliteration C: theoktitos Beta Code: qeo/ktitos

English (LSJ)

ον, = θεόκτιστος (created by God, established by God, founded by God) 1, Sol. 36.6 ; γαῖα Epigr.Gr. 223.5.

German (Pape)

[Seite 1196] dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
créé par la divinité.
Étymologie: θεός, *κτίω.

Russian (Dvoretsky)

θεόκτῐτος: Anth. = θεόκτιστος.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτῐτος: -ον, = τῷ προηγ., Σόλων 35. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2892 - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 333.

Greek Monotonic

θεόκτῐτος: -ον (κτίζω), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.

Middle Liddell

θεό-κτῐτος, ον κτίζω
created by God, Solon.