Anonymous

εὔυδρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔυδρος:''' -ον ([[ὕδωρ]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καλά]] αρδευόμενος, [[καλά]] βρεγμένος, [[άφθονος]] σε [[νερό]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ποτάμι]], αυτός που έχει καλό [[νερό]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔυδρος:''' -ον ([[ὕδωρ]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καλά]] αρδευόμενος, [[καλά]] βρεγμένος, [[άφθονος]] σε [[νερό]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ποτάμι]], αυτός που έχει καλό [[νερό]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔυδρος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий водой, многоводный ([[ἀκτά]] Pind.; γῆ Her.; τόποι Plat.; [[ἄστυ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> с красивыми водами, красиво текущий ([[Εὐρώτας]] Eur.).
}}
}}