Anonymous

θήγω: Difference between revisions

From LSJ
899 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήγω:''' μέλ. <i>θήξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔθηξα</i>· Παθ., παρακ. <i>τέθηγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] κοφτερό, [[ακονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θήγων λευκὸν ὀδόντα</i>, στο ίδ.· [[θήγω]] [[φάσγανον]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· στη Μέσ., [[δόρυ]] [[θηξάσθω]], τον αφήνει να ακονίσει, να τροχίσει το [[δόρυ]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προκαλώ]], [[οξύνω]], [[εγείρω]], όπως το Λατ. acuere, [[τὰς]] ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· Παθ., <i>λόγοι τεθηγμένοι</i>, κοφτεροί, δηκτικοί λόγοι, σε Αισχύλ.· [[γλῶσσα]] τεθηγμένη, σε Σοφ.
|lsmtext='''θήγω:''' μέλ. <i>θήξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔθηξα</i>· Παθ., παρακ. <i>τέθηγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] κοφτερό, [[ακονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θήγων λευκὸν ὀδόντα</i>, στο ίδ.· [[θήγω]] [[φάσγανον]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· στη Μέσ., [[δόρυ]] [[θηξάσθω]], τον αφήνει να ακονίσει, να τροχίσει το [[δόρυ]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προκαλώ]], [[οξύνω]], [[εγείρω]], όπως το Λατ. acuere, [[τὰς]] ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· Παθ., <i>λόγοι τεθηγμένοι</i>, κοφτεροί, δηκτικοί λόγοι, σε Αισχύλ.· [[γλῶσσα]] τεθηγμένη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θήγω:''' дор. [[θάγω]] (ᾱ) (fut. θήξω, aor. ἔθηξα; pf. pass. τέθηγμαι)<br /><b class="num">1)</b> делать острым, острить, точить (ὀδόντα Hom., Hes., Arph.; med. [[δόρυ]] Hom.; φάογανον Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждать, разгорячать, разжигать (τὰς ψυχὰς εἴς τι, [[ἀνδρῶν]] [[φρόνημα]] Xen.; ὀργῇ τεθηγμέμος Alcidamus ap. Arst.): λῇμα τεθηγμένον Eur. разбушевавшиеся страсти; λόγοι τεθηγμένοι Aesch. язвительные слова; ἐκ [[γενετῆς]] θηγόμενος ἐπί τι Plut. с детства приучаемый к чему-л.;<br /><b class="num">3)</b> возбуждаться, вспыхивать (ὀργὴ θήγει Soph.).
}}
}}