Anonymous

ἵδρυμα: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἵδρυμα]]) [[ιδρύω]] [[οικοδόμημα]], [[κτίσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οργανισμός]] που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό [[ίδρυμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναός]], [[ιερό]] («[[ἵδρυμα]] θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άγαλμα]] («[[ἵδρυμα]] δαιμόνων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για αρχηγούς) «τὸ [[ἵδρυμα]] πόλεως» — το [[στήριγμα]] της πόλης (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=το (ΑΜ [[ἵδρυμα]]) [[ιδρύω]] [[οικοδόμημα]], [[κτίσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οργανισμός]] που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό [[ίδρυμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναός]], [[ιερό]] («[[ἵδρυμα]] θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άγαλμα]] («[[ἵδρυμα]] δαιμόνων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για αρχηγούς) «τὸ [[ἵδρυμα]] πόλεως» — το [[στήριγμα]] της πόλης (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἵδρῡμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> возведение, сооружение, основание, постройка: ἵ. λέγεται Κρητῶν [[γενέσθαι]] τὸ [[ἱερόν]] Plut. говорят, что (этот) храм был воздвигнут критянами;<br /><b class="num">2)</b> святилище, храм ([[θεῶν]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> жилище, обитель (τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> изображение, изваяние, статуя, кумир (δαιμόνων Aesch.; ἱδρύματα πατρῴων [[θεῶν]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> основа, столп, устой (πόλεως Aesch.).
}}
}}