Anonymous

ἰσότιμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, [[ίδια]] προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἰσότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, [[ίδια]] προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσότῑμος:''' <b class="num">1)</b> занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> равный по ценности, одинаково драгоценный ([[πίστις]] NT).
}}
}}