ἰσότιμος

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσότῑμος Medium diacritics: ἰσότιμος Low diacritics: ισότιμος Capitals: ΙΣΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: isótimos Transliteration B: isotimos Transliteration C: isotimos Beta Code: i)so/timos

English (LSJ)

ἰσότιμον,
A equal in honour or equal in privilege, Ἀπόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς.. ἰσότιμον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰσότιμοι Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. ἰσοτιμότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, parity of condition Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. ἰσοτίμως = in equivalent manner, honoured in like manner, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰσοτίμως OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11.
2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰσότιμον δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰσότιμος μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1.
3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.

German (Pape)

[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jouit d'honneurs égaux, d'une égale condition ; p. ext. à succès égal;
NT: de même valeur ; du même genre.
Étymologie: ἴσος, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

ἰσότῑμος:
1 занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;
2 равный по ценности, одинаково драгоценный (πίστις NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.

English (Strong)

from ἴσος and τιμή; of equal value or honor: like precious.

English (Thayer)

ἰσότιμον (ἴσος and τιμή), equally precious; equally honored: τίνι, to be esteemed equal to, ἰσότιμον ἡμῖν πίστιν (a like-precious faith with us), concisely for πίστιν τῇ ἡμῶν πίστει ἰσότιμον (Winer's Grammar, § 66,2f.; Buttmann, § 133,10): Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλότιμος, σεμνότιμος].

Greek Monotonic

ἰσότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, ίδια προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἰσό-τῑμος, ον τιμή
held in equal honour, having the same privileges, Plut., etc.

Chinese

原文音譯:„sÒtimoj 衣所-提摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-價值的
字義溯源:相等價值的,相等信用的,一樣寶貴;由(ἴσος)*=相似)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 一樣寶貴(1) 彼後1:1