Anonymous

ἰσίκιον: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσίκιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο [[κρέας]], από κιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το λατ. <i>insicium</i>].
|mltxt=[[ἰσίκιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο [[κρέας]], από κιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το λατ. <i>insicium</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσίκιον:''' τό или [[ἴσικος]] (ῑσῐ) ὁ [лат. [[insicium]] блюдо из рубленого мяса, предполож. колбаса Anth.
}}
}}