Anonymous

καλχαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλχαίνω:''' ([[κάλχη]]), [[κυρίως]], κάνω [[κάτι]] βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκοτεινό και το [[αναταράζω]] όπως τη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], [[συλλογίζομαι]], [[ζυγιάζω]] με το νου εις [[βάθος]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''καλχαίνω:''' ([[κάλχη]]), [[κυρίως]], κάνω [[κάτι]] βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκοτεινό και το [[αναταράζω]] όπως τη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], [[συλλογίζομαι]], [[ζυγιάζω]] με το νου εις [[βάθος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλχαίνω:''' быть омраченным, быть озабоченным (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα [[ἔπος]] Soph. ты, кажется, чем-то взволнована.
}}
}}