Anonymous

καρκίνος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρκίνος:''' [ῐ], ὁ, με ετερογεν. πληθ. <i>καρκίνα</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καβούρι]], [[κάβουρας]], Λατ. [[cancer]], σε Βατραχομ., Αριστοφ., Πλάτ.· παροιμ., [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζευγάρι]] δαγκάνες, σε Ανθ.· <i>καρκίνα</i>, πυξίδες, στον ίδ.
|lsmtext='''καρκίνος:''' [ῐ], ὁ, με ετερογεν. πληθ. <i>καρκίνα</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καβούρι]], [[κάβουρας]], Λατ. [[cancer]], σε Βατραχομ., Αριστοφ., Πλάτ.· παροιμ., [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζευγάρι]] δαγκάνες, σε Ανθ.· <i>καρκίνα</i>, πυξίδες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρκίνος:''' (ῐ) ὁ (поэт. pl. тж. κάρκινα)<br /><b class="num">1)</b> зоол. рак или краб Batr., Plat., Arst. etc.: [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν погов. Arph. никогда ты не научишь рака идти прямо;<br /><b class="num">2)</b> астр. Рак (созвездие) Plut.;<br /><b class="num">3)</b> раковая опухоль, раковая язва, рак Dem.;<br /><b class="num">4)</b> щипцы, клещи (λήψεται ὁ κ. τὸν τράχηλον, sc. τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.): κ. [[πυραγρέτης]] Anth. кузнечные клещи;<br /><b class="num">5)</b> циркуль (ὁ κυκλογραφῶν κ. Sext.).
}}
}}