Anonymous

καλλίπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), αυτός που έχει όμορφη [[πλώρη]], σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ωραίος]], όμορφος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καλλίπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), αυτός που έχει όμορφη [[πλώρη]], σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ωραίος]], όμορφος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίπρῳρος:''' <b class="num">1)</b> (о корабле) с красивой носовой частью (Ἀργοῦς [[σκάφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с красивым лицом, красивый (sc. [[ἀνδρόπαις]] [[ἀνήρ]] Aesch.).
}}
}}